Лютої στα ελληνικά
Μετάφραση: лютої, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ολέθριος, θλιβερός, απελπισμένος, άγριος, άγρια, έντονος, άγριο, έντονο
Μεταφράσεις
- люто στα ελληνικά - μενεξές, άγρια, έντονα, σκληρά, σθεναρά, έντονο
- лютою στα ελληνικά - ολέθριος, απελπισμένος, θλιβερός, έξαλλος, εξαγριωμένος, έξω φρενών, μανιώδη, ...
- лють στα ελληνικά - κουρελιασμένος, μανία, λύσσα, οργή, οργής, την οργή, η οργή
- лютій στα ελληνικά - απελπισμένος, ολέθριος, βραχνός, θλιβερός, άγριος, άγρια, έντονος, ...
Τυχαίες λέξεις
Лютої στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ολέθριος, θλιβερός, απελπισμένος, άγριος, άγρια, έντονος, άγριο, έντονο
Μεταφράσεις: ολέθριος, θλιβερός, απελπισμένος, άγριος, άγρια, έντονος, άγριο, έντονο