Απελπισμένος στα ουκρανικά

Μετάφραση: απελπισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зловісний, лютої, жахливий, злий, лютою, грізний, зневірений, безвихідний, невитравний, безнадійний, згубний, безрозсудний, страшенний, лютій, безнадійне
Απελπισμένος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απελπισμένος

απελπισμένος μεταφραση, απελπισμένος συνώνυμα, απελπισμένος δήμαρχος, απελπισμένος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, απελπισμένος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • απελαύνω στα ουκρανικά - виключити, вигонити, видаляти, викидати, депорт, зашліть, киньте, ...
  • απελευθερώνω στα ουκρανικά - звільнення, визволяти, звільняти, визволення, емансипуйте, вільна, відпускна, ...
  • απενεργοποιώ στα ουκρανικά - знесилити, калічити, знесилювати, непридатним, забороняти, заборонятиме
  • απερίσκεπτος στα ουκρανικά - глухою, непрохідний, декламування, глухий, глухої, безглуздий, шахраї, ...
Τυχαίες λέξεις
Απελπισμένος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: зловісний, лютої, жахливий, злий, лютою, грізний, зневірений, безвихідний, невитравний, безнадійний, згубний, безрозсудний, страшенний, лютій, безнадійне