Θλιβερός στα ουκρανικά
Μετάφραση: θλιβερός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
важкий, лютій, грізний, журливий, волаючий, лютої, згубний, сумний, злий, зловісний, лютою, зажурний, тужливий, тоскний, тужливе, тоскно
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θλιβερός
μανώλης θλιβερός, θλιβερός συνώνυμα, θλιβερός χειμώνας, θλιβερός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, θλιβερός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- θλίψη στα ουκρανικά - горе, туга, нездужання, біда, страждання, жаль, збентежувати, ...
- θλιβερά στα ουκρανικά - сумно, жалібно, горестно, гірко, болісно, розпачливо
- θνησιμότητα στα ουκρανικά - смертність
- θνητός στα ουκρανικά - шматочки, смертний, смертна, уже смертний, смертну
Τυχαίες λέξεις
Θλιβερός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: важкий, лютій, грізний, журливий, волаючий, лютої, згубний, сумний, злий, зловісний, лютою, зажурний, тужливий, тоскний, тужливе, тоскно
Μεταφράσεις: важкий, лютій, грізний, журливий, волаючий, лютої, згубний, сумний, злий, зловісний, лютою, зажурний, тужливий, тоскний, тужливе, тоскно