Ліквідування στα ελληνικά

Μετάφραση: ліквідування, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατάργηση, ρευστοποίηση, εκκαθάριση, κατάλυση, εξάλειψη, αποβολή, εξάλειψης, εξάλειψης της
Ліквідування στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ліквідний στα ελληνικά - εκκαθαρίζω, ρευστοποιώ, υγρό, υγρού, υγρή, υγρών, υγρά
  • ліквідність στα ελληνικά - ρευστότητα, ρευστότητας, της ρευστότητας, τη ρευστότητα, η ρευστότητα
  • ліквідувати στα ελληνικά - αποκλείω, εξαλείφω, εξάλειψη, την εξάλειψη, εξαλείψει, εξάλειψη των, εξαλειφθούν
  • ліки στα ελληνικά - ναρκωτικό, θυμάμαι, φάρμακο, ιατρική, ιατρικής, το φάρμακο, φαρμάκου
Τυχαίες λέξεις
Ліквідування στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατάργηση, ρευστοποίηση, εκκαθάριση, κατάλυση, εξάλειψη, αποβολή, εξάλειψης, εξάλειψης της