Літа στα ελληνικά
Μετάφραση: літа, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περίοδος, περίοδο, νοστιμίζω, χρόνια, έτη, ετών, χρόνων
Μεταφράσεις
- лісівник στα ελληνικά - δασοφύλακας, δασολόγο, δασολόγου, δασοκόμου, δασοπόνος
- лісівництво στα ελληνικά - δασολογία, δασοκομία, δασικών, δασοκομίας, της δασοκομίας, τη δασοκομία
- літак στα ελληνικά - σκάφος, αεροσκάφος, αεροπλάνο, επίπεδο, επιπέδου, επίπεδο που, επίπεδο συμμετρίας
- літак-амфібія στα ελληνικά - αμφίβιο, Τα αμφίβια αεροσκάφη, αμφίβια αεροσκάφη
Τυχαίες λέξεις
Літа στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περίοδος, περίοδο, νοστιμίζω, χρόνια, έτη, ετών, χρόνων
Μεταφράσεις: περίοδος, περίοδο, νοστιμίζω, χρόνια, έτη, ετών, χρόνων