Майно στα ελληνικά

Μετάφραση: майно, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενεργητικό, περιουσία, αγαθά, υπάρχοντα, κεφάλαιο, ιδιοκτησία, ιδιότητα, ιδιοκτησίας, ακίνητο
Майно στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • майдан στα ελληνικά - δημόσια πλατεία, πλατεία, δημόσιας πλατείας, δημόσιο τετράγωνο
  • майже στα ελληνικά - άσκηση, πόρτα, παραλίγο, πρακτική, σχεδόν, περίπου, σχετικά με, ...
  • майоліка στα ελληνικά - σημαντικός, ταγματάρχης, μαγιολική, μαγιόλικα, και μαγιολική, απο φαγιανς, μαγιόλικα από
  • майонез στα ελληνικά - δήμαρχος, μαγιονέζα, μαγιονέζας, τη μαγιονέζα, η μαγιονέζα, μαγιονέζες
Τυχαίες λέξεις
Майно στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενεργητικό, περιουσία, αγαθά, υπάρχοντα, κεφάλαιο, ιδιοκτησία, ιδιότητα, ιδιοκτησίας, ακίνητο