Ενεργητικό στα ουκρανικά

Μετάφραση: ενεργητικό, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перевага, авуари, стаття, актив, майно, активи, активів
Ενεργητικό στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενεργητικό

ενεργητικό τραπεζών, ενεργητικό και παθητικό, ενεργητικό ηλιακό σύστημα, ενεργητικό και παθητικό λεξιλόγιο, ενεργητικό παθητικό, ενεργητικό λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ενεργητικό στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ενδόμυχος στα ουκρανικά - залякування, інтимність, потаємний, таємний, сокровенний, захована, таємничий
  • ενεργά στα ουκρανικά - активно, активний, активне, активна
  • ενεργητικός στα ουκρανικά - енергетичний, енергійний, енергійна
  • ενεργοποίηση στα ουκρανικά - активаційне, активація, активаційний, Активация, Увімкнення
Τυχαίες λέξεις
Ενεργητικό στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: перевага, авуари, стаття, актив, майно, активи, активів