Κεφάλαιο στα ουκρανικά
Μετάφραση: κεφάλαιο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
авуари, перевага, стаття, майно, актив, капітал, капіталу
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κεφάλαιο
κεφάλαιο 10ο - φως, κεφάλαιο κίνησης, κεφάλαιο αε, κεφάλαιο plus άνοδος, κεφάλαιο εφημερίδα, κεφάλαιο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κεφάλαιο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κερνώ στα ουκρανικά - ставитися, лікувати, опрацьовувати, kerno
- κεσάτι στα ουκρανικά - спад, болото, kesati
- κεφάλι στα ουκρανικά - передній, наконечник, капелюшок, керівник, глава, голова, розділ
- κεφάτος στα ουκρανικά - юпітер, свіжий, живої, прохолодний, живою, веселий, свято, ...
Τυχαίες λέξεις
Κεφάλαιο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: авуари, перевага, стаття, майно, актив, капітал, капіталу
Μεταφράσεις: авуари, перевага, стаття, майно, актив, капітал, капіталу