Марнотратний στα ελληνικά
Μετάφραση: марнотратний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαθύς, φρουρά, βαθυστόχαστος, ρολόι, βλέπω, παρακολουθώ, σπάταλος, σπάταλη, σπατάλη, περιττή, σπάταλο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- марнославство στα ελληνικά - αλαζονεία, έπαρση, ματαιοδοξία, ματαιοδοξίας, τη ματαιοδοξία, ματαιότητα, η ματαιοδοξία
- марнотрат στα ελληνικά - βαθύς, βαθυστόχαστος, αυτός που ξοδεύει, Σπέντερ, Spender, Ο Σπέντερ, που ξοδεύει
- марнотратно στα ελληνικά - επιδαψίλευση, ασώτως, με σπατάλην
- марнотратність στα ελληνικά - ασωτία, γενναιοδωρία, σπατάλη, κά η σπατάλη
Τυχαίες λέξεις
Марнотратний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαθύς, φρουρά, βαθυστόχαστος, ρολόι, βλέπω, παρακολουθώ, σπάταλος, σπάταλη, σπατάλη, περιττή, σπάταλο
Μεταφράσεις: βαθύς, φρουρά, βαθυστόχαστος, ρολόι, βλέπω, παρακολουθώ, σπάταλος, σπάταλη, σπατάλη, περιττή, σπάταλο