Маскувати στα ελληνικά
Μετάφραση: маскувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεταμφίεση, συγκάλυψη, κρύβω, μάσκα, να καλύψει, συγκαλύψουν, συγκαλύπτουν, mask
Μεταφράσεις
- маскарад στα ελληνικά - μεταμφίεση, μασκαράτα, μεταμφίεσης, μασκάρεμα, την μεταμφίεση
- маскування στα ελληνικά - συγκάλυψη, μεταμφίεση, απόκρυψη, καμουφλάζ, παραλλαγής, κάλυψης, παραλλαγή
- маскується στα ελληνικά - μασκοφόροι, μασκοφόρος, κουκουλοφόροι, μασκαρισμένο, μασκαρισμένα
- маслина στα ελληνικά - ελιά, ελιάς, ελαιόλαδο, ελιές, της ελιάς
Τυχαίες λέξεις
Маскувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεταμφίεση, συγκάλυψη, κρύβω, μάσκα, να καλύψει, συγκαλύψουν, συγκαλύπτουν, mask
Μεταφράσεις: μεταμφίεση, συγκάλυψη, κρύβω, μάσκα, να καλύψει, συγκαλύψουν, συγκαλύπτουν, mask