Мати στα ελληνικά

Μετάφραση: мати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έχε, έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε
Мати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • матеріаліст στα ελληνικά - υλιστικός, υλιστής, υλιστική, υλιστικής, υλιστικό, υλιστικές
  • матеріалістичний στα ελληνικά - υλιστικός, υλιστική, υλιστικό, υλιστικές, υλιστικής
  • матка στα ελληνικά - μήτρα, μήτρας, της μήτρας, τη μήτρα, η μήτρα
  • матовий στα ελληνικά - χαλάκι, ματ, χαλί, mat, τάπητα
Τυχαίες λέξεις
Мати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έχε, έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε