Мешкати στα ελληνικά

Μετάφραση: мешкати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάσα, κατοικία, υπάρχω, αναπνοή, κατοικώ, διαμένω, χρονοτριβώ, ζω, ζουν, ζήσουν, ζήσει, ζει
Мешкати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • мешканець στα ελληνικά - κατοικημένος, πολίτης, οικιστικός, κάτοικος, ενοικιαστής, ένοικος, μισθωτή, ...
  • мешкання στα ελληνικά - κατοικία, διαμονή, διαμονής, κατοικίας, παραμονής
  • ми στα ελληνικά - αδύναμος, ανίσχυρος, εμείς, που, θα, έχουμε, μπορούμε
  • мигдаль στα ελληνικά - αμύγδαλο, αμύγδαλα, τα αμύγδαλα, αμυγδάλων, αμυγδάλου
Τυχαίες λέξεις
Мешкати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάσα, κατοικία, υπάρχω, αναπνοή, κατοικώ, διαμένω, χρονοτριβώ, ζω, ζουν, ζήσουν, ζήσει, ζει