Υπάρχω στα ουκρανικά

Μετάφραση: υπάρχω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
знаходитися, бути, жити, мешкати, існувати, містити, годуватися, існуватиме, існуватимуть
Υπάρχω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπάρχω

υπάρχω συνώνυμο, υπάρχω λατσιά, υπάρχω ετυμολογια, υπάρχω _ στέλιος καζαντζίδης στιχοι, υπάρχω για σένα, υπάρχω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, υπάρχω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • υπάλληλος στα ουκρανικά - службовець, чиновник, урядовець, клерк, співробітник, працівник, сотрудник, ...
  • υπάρχοντα στα ουκρανικά - речі, майно, приладдя, речей
  • υπέρβαρος στα ουκρανικά - перевага, надмірна вага, надлишкову вагу, надлишкова вага, надмірну вагу, зайва вага
  • υπέροχος στα ουκρανικά - міфічний, чудовий, дивується, виблискуючий, блискучий, легендарний, розкішний, ...
Τυχαίες λέξεις
Υπάρχω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: знаходитися, бути, жити, мешкати, існувати, містити, годуватися, існуватиме, існуватимуть