Διαμένω στα ουκρανικά

Μετάφραση: διαμένω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
смолистий, гаятися, перебувати, мешкати, затримуватися, жити, жить, житиме
Διαμένω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαμένω

διαμένω ορισμόσ, διαμένω συνώνυμα, διαμένω μονιμα, διαμένω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διαμένω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • διαμάντι στα ουκρανικά - алмаз, алмазний, діамантовий, діамант
  • διαμάχη στα ουκρανικά - протиборство, безперечно, співставлення, протиріччя, звірення, безспірно, спор, ...
  • διαμέρισμα στα ουκρανικά - незрозумілий, кімната, плоский, заяложений, занудливий, квартира
  • διαμέσου στα ουκρανικά - через, шляхом, наскрізь, за
Τυχαίες λέξεις
Διαμένω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: смолистий, гаятися, перебувати, мешкати, затримуватися, жити, жить, житиме