Могутність στα ελληνικά
Μετάφραση: могутність, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυνατός, ισχυρός, ισχύς, εξουσία, δύναμη, ισχύος, ισχύ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- агрегат στα ελληνικά - συσσωμάτωμα, συνολικός, σύνολο, συνολικό, συνολική, συνολικά
- васал στα ελληνικά - υποτελής, υποτελή, υποτελείς, υποτελών, υποτελές
- жаліти στα ελληνικά - φθονώ, εφεδρικός, ανταλλακτικά, ανταλλακτικών, πλεονάζουσα, εφεδρικό
- локомотив στα ελληνικά - τόπος, ατμομηχανή σιδηροδρόμου, κινητήριος, ατμομηχανή, μηχανή, μηχανή έλξης
Τυχαίες λέξεις
Могутність στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυνατός, ισχυρός, ισχύς, εξουσία, δύναμη, ισχύος, ισχύ
Μεταφράσεις: δυνατός, ισχυρός, ισχύς, εξουσία, δύναμη, ισχύος, ισχύ