Мінливість στα ελληνικά
Μετάφραση: мінливість, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγκαθιστώ, τοποθετώ, εγκαθιδρύω, θύμα, ρευστότητα, μεταβλητός, μεταβλητότητα, μεταβλητότητας, διακύμανση, διακύμανσης, διακυμάνσεις
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- асигнація στα ελληνικά - διανομή, ανάθεση, ραντεβού, διορισμός, εκχώρηση, μεταβιβαση
- електроліз στα ελληνικά - ηλεκτρόλυση, ηλεκτρόλυσης, της ηλεκτρόλυσης, την ηλεκτρόλυση, της ηλεκτρολύσεως
- замочити στα ελληνικά - υγρός, υγρό, υγρή, υγρής, υγρά
- зневірений στα ελληνικά - απελπισμένος, απελπιστική, χωρίς ελπίδα, μάταιο, μάταιη
Τυχαίες λέξεις
Мінливість στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγκαθιστώ, τοποθετώ, εγκαθιδρύω, θύμα, ρευστότητα, μεταβλητός, μεταβλητότητα, μεταβλητότητας, διακύμανση, διακύμανσης, διακυμάνσεις
Μεταφράσεις: εγκαθιστώ, τοποθετώ, εγκαθιδρύω, θύμα, ρευστότητα, μεταβλητός, μεταβλητότητα, μεταβλητότητας, διακύμανση, διακύμανσης, διακυμάνσεις