Εγκαθιστώ στα ουκρανικά
Μετάφραση: εγκαθιστώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мінливість, встановіть, встановлювати, установлювати, встановити
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκαθιστώ
εγκαθιστώ αγγλικα, εγκαθιστώ στα αγγλικά, εγκαθιστώ συνώνυμα, εγκαθιστώ κληρονόμο, εγκαθιστώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εγκαθιστώ στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- εγκαθίσταμαι στα ουκρανικά - визначати, осаджуватися, врегулювати, урегулювати, врегульовувати
- εγκαθιδρύω στα ουκρανικά - мінливість, встановіть, egkathidryo
- εγκαινιάζω στα ουκρανικά - відчинити, ініціали, відкриття, відкривати, відкритий, відчиняти, відкрити
- εγκαλώ στα ουκρανικά - просити, звинувачувати, неоціненний, придиратися, прохати, обвинувачувати, звинувачуватимуть
Τυχαίες λέξεις
Εγκαθιστώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: мінливість, встановіть, встановлювати, установлювати, встановити
Μεταφράσεις: мінливість, встановіть, встановлювати, установлювати, встановити