Навальність στα ελληνικά

Μετάφραση: навальність, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ράσπα, κατακρήμνιση, καθίζηση, καταβύθιση, καθίζησης, κατακρήμνισης
Навальність στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • відродитись στα ελληνικά - να αποκατασταθεί, να αποκατασταθούν, αποκατασταθεί, να αποκαθίσταται, να επανέλθει
  • дефіцитність στα ελληνικά - έλλειμμα, ελλείμματος, του ελλείμματος, το έλλειμμα, έλλειμμα του
  • козли στα ελληνικά - φούρκα, ικρίωμα, αγχόνη, κουτί, κιβώτιο, πλαίσιο, παράθυρο, ...
  • лихословте στα ελληνικά - άσεμνα, πρόστυχα, άσεμνης, χυδαία, της- άσεμνη
Τυχαίες λέξεις
Навальність στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ράσπα, κατακρήμνιση, καθίζηση, καταβύθιση, καθίζησης, κατακρήμνισης