Наведення στα ελληνικά

Μετάφραση: наведення, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ναυτιλία, οδηγία, καθοδήγηση, οδηγίες, καθοδήγησης, προσανατολισμού
Наведення στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • активатор στα ελληνικά - ενεργοποιητή, ενεργοποιητής, ενεργοποιητού, ενεργοποίησης, ενεργοποιητή του
  • винуватий στα ελληνικά - ένοχος, ένοχοι, ένοχο, ένοχη, ενοχή
  • конвертора στα ελληνικά - μετατροπέας, μετατροπέα, νομίσματος Μετατροπέας, του μετατροπέα, μετατροπής
  • лиха στα ελληνικά - καταστροφή, καταστροφής, καταστροφών, καταστροφές, των καταστροφών
Τυχαίες λέξεις
Наведення στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ναυτιλία, οδηγία, καθοδήγηση, οδηγίες, καθοδήγησης, προσανατολισμού