Наводнювати στα ελληνικά
Μετάφραση: наводнювати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τριβελίζω, πλημμύρα, πλημμύρας, πλημμυρών, πλημμύρες, τις πλημμύρες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аспірант στα ελληνικά - μεταπτυχιακός, μεταπτυχιακές, μεταπτυχιακών, μεταπτυχιακό, μεταπτυχιακά
- боягузтво στα ελληνικά - δειλία, δειλίας, τη δειλία, ανανδρία, cowardice
- діамантовий στα ελληνικά - διαμάντι, διαμαντιών, διαμάντια, με διαμάντια, διαμαντιού
- мазня στα ελληνικά - maznya
Τυχαίες λέξεις
Наводнювати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τριβελίζω, πλημμύρα, πλημμύρας, πλημμυρών, πλημμύρες, τις πλημμύρες
Μεταφράσεις: τριβελίζω, πλημμύρα, πλημμύρας, πλημμυρών, πλημμύρες, τις πλημμύρες