Τριβελίζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: τριβελίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бур, тренування, дошкуляти, свердло, наводнювати, докучити, набридати, муштра, тренувати, trivelizo
Τριβελίζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τριβελίζω

τριβελίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τριβελίζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • τριαντάφυλλο στα ουκρανικά - тайком, ружа, нишком, розетка, рожа, рожевий, троянда, ...
  • τριβή στα ουκρανικά - втрачати, розтирати, садно, утрачати, знос, розбіжності, виснаження, ...
  • τριγυρίζω στα ουκρανικά - прут, лозину, паличка, пруть, лозина, жезл, нишпорити
  • τριγωνομέτρηση στα ουκρανικά - тріангуляція, тріангуляції
Τυχαίες λέξεις
Τριβελίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: бур, тренування, дошкуляти, свердло, наводнювати, докучити, набридати, муштра, тренувати, trivelizo