Намочити στα ελληνικά
Μετάφραση: намочити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμποτίζω, μουσκεύω, υγρός, υγρό, υγρή, υγρής, υγρά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- великий στα ελληνικά - απίθανος, εκούσια, εκτεταμένος, εκουσίως, κατατάσσω, αισχρός, βαθμός, ...
- віршований στα ελληνικά - ποιητικός, ποιητική, ποιητικό, ποιητικές, ποιητικής
- кислуватий στα ελληνικά - υπόξινος, υπόξινη, υπόξινο, πικρή, ξινίζουσα, πικρής
- лінійка στα ελληνικά - χάρακας, ρίγα, γραμμή, γραμμής, σύμφωνα, line, σειρά
Τυχαίες λέξεις
Намочити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμποτίζω, μουσκεύω, υγρός, υγρό, υγρή, υγρής, υγρά
Μεταφράσεις: εμποτίζω, μουσκεύω, υγρός, υγρό, υγρή, υγρής, υγρά