Наповнити στα ελληνικά

Μετάφραση: наповнити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεμίζω, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει
Наповнити στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гуманістичний στα ελληνικά - ανθρωπιστική, ουμανιστική, ανθρωπιστικό, ανθρωπιστικά, ανθρωπιστικές
  • епілептичний στα ελληνικά - επιληπτικός, επιληπτικές, επιληπτικών, επιληπτικούς, επιληπτική
  • касетка στα ελληνικά - ταινία, κασέτα, κασέτας, κασσέτα, φυσίγγης, της κασέτας
  • крига στα ελληνικά - πάγος, πάγου, πάγο, με πάγο, παγωμένο
Τυχαίες λέξεις
Наповнити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεμίζω, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει