Наростати στα ελληνικά

Μετάφραση: наростати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προκύπτω, προστίθεμαι, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Наростати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • брикет στα ελληνικά - κέικ, τούρτα, κέϊκ, πάστα, το κέικ
  • вимагатися στα ελληνικά - ρωτώ, απαιτείται, απαιτούνται, που απαιτείται, που απαιτούνται, απαιτούμενη
  • висвітлюватися στα ελληνικά - αυγή, καλύπτονται, καλύπτεται, που καλύπτονται, καλύπτει, που
  • дільницю στα ελληνικά - δέμα, εκκαθάριση, ξέφωτο, σταθμός, σταθμό, σταθμού, σιδηροδρομικό, ...
Τυχαίες λέξεις
Наростати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προκύπτω, προστίθεμαι, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει