Невгамовний στα ελληνικά
Μετάφραση: невгамовний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άμεμπτος, επαναφορά, αναπαλαίωση, ανήσυχος, ανήσυχο, ανήσυχων, ανήσυχη, ανήσυχα
Μεταφράσεις
- дзвонив στα ελληνικά - διακυμαίνομαι, φάσμα, εμβέλεια, ονομάζεται, που ονομάζεται, Ενεργοποιηθέντα, ονομάζονται, ...
- допустимий στα ελληνικά - ανεκτός, αποδεκτός, επιτρεπτός, υποφερτός, επιτρεπόμενος, επιτρεπόμενη, επιτρεπομένων, ...
- задушливо στα ελληνικά - ληστεία, μεγαλομανής, πνικτικός, πνιγερός, βουλομένη, βουλωμένη
- командування στα ελληνικά - εντολή, εντολών, εντολής, διοίκηση, χειρισμού
Τυχαίες λέξεις
Невгамовний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άμεμπτος, επαναφορά, αναπαλαίωση, ανήσυχος, ανήσυχο, ανήσυχων, ανήσυχη, ανήσυχα
Μεταφράσεις: άμεμπτος, επαναφορά, αναπαλαίωση, ανήσυχος, ανήσυχο, ανήσυχων, ανήσυχη, ανήσυχα