Άμεμπτος στα ουκρανικά
Μετάφραση: άμεμπτος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
невгамовний, бездоганний, ідеальний
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άμεμπτος
άμεμπτος αντωνυμο, άμεμπτος σημασια, άμεμπτος λεξικο, άμεμπτος συνώνυμα, άμεμπτος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, άμεμπτος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- άμαξα στα ουκρανικά - анулювати, проведення, лафет, тренувати, станок, тренер, екіпаж, ...
- άμβλωση στα ουκρανικά - осічка, потворо, недоносок, невдача, потвора, аборт
- άμεσος στα ουκρανικά - нагальний, заповзятий, наполегливий, настирливий, прямий, прямої, прямій, ...
- άμμος στα ουκρανικά - пісок, песок
Τυχαίες λέξεις
Άμεμπτος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: невгамовний, бездоганний, ідеальний
Μεταφράσεις: невгамовний, бездоганний, ідеальний