Незаселений στα ελληνικά
Μετάφραση: незаселений, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακατοίκητος, unplanted, ακαλλιέργητου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бухгалтерський στα ελληνικά - λογιστική, λογιστικών, λογιστικής, λογιστικές, λογιστικά
- ввічливо στα ελληνικά - ευγενικά, σωστά, ευγένεια, με ευγένεια, ευγενικό
- зиск στα ελληνικά - όφελος, πλεονέκτημα, οφέλους, παροχών, παροχή
- консервований στα ελληνικά - αγγειοπλάστης, κονσερβοποιημένος, κονσέρβες, κονσερβοποιημένα, σε κονσέρβες, κονσέρβα
Τυχαίες λέξεις
Незаселений στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακατοίκητος, unplanted, ακαλλιέργητου
Μεταφράσεις: ακατοίκητος, unplanted, ακαλλιέργητου