Ακατοίκητος στα ουκρανικά

Μετάφραση: ακατοίκητος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
незаселений, нежитловий, нежитлової, нежилої, нежилой, нежилий
Ακατοίκητος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακατοίκητος

ακατοίκητος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ακατοίκητος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ακατέργαστος στα ουκρανικά - непродуманий, неочищений, кричущий, сирій, вогкий, сировину, сировина, ...
  • ακαταστασία στα ουκρανικά - порушення, безладдя, неохайність, неопрятность
  • ακεραιότητα στα ουκρανικά - інтегратор, отой, керування, той, цілісність, цілісності
  • ακλόνητος στα ουκρανικά - несхитний, міцний, непохитний, стійкий, тривкий, непоколебленним, непоколебленной
Τυχαίες λέξεις
Ακατοίκητος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: незаселений, нежитловий, нежитлової, нежилої, нежилой, нежилий