Неполадка στα ελληνικά
Μετάφραση: неполадка, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξάρθρωση, κλείσιμο, τερματισμού, διακοπή λειτουργίας, τερματισμού λειτουργίας, shutdown
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- біржовик στα ελληνικά - κερδοσκόπος, έμπορος, αντιπρόσωπο, έμπορο, αντιπρόσωπο της, ντίλερ
- гострити στα ελληνικά - ξύνω, ακονίζω, αλέθω, λιώνω, τρίζω, αγγαρεία, οξύνει, ...
- жиріти στα ελληνικά - παχαίνω, παχύνουν, παχαίνουν, την πάχυνση, πάχυνση των
- зовнішнє στα ελληνικά - εξωτερικός, εξωτερική, εξωτερικών, εξωτερικές, εξωτερικά
Τυχαίες λέξεις
Неполадка στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξάρθρωση, κλείσιμο, τερματισμού, διακοπή λειτουργίας, τερματισμού λειτουργίας, shutdown
Μεταφράσεις: εξάρθρωση, κλείσιμο, τερματισμού, διακοπή λειτουργίας, τερματισμού λειτουργίας, shutdown