Неприхований στα ελληνικά
Μετάφραση: неприхований, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φανερός, γυμνός, γυμνό, γυμνά, nude, γυμνούς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бриз στα ελληνικά - αεράκι, αύρα, Breeze, αύρας, αύρα της
- галас στα ελληνικά - φωνή, ήχος, σαματάς, ταραχή, αναστάτωση, γερός, καβγάς, ...
- загладити στα ελληνικά - εξιλεώνομαι, αποζημίωση, τροποποιεί, επανορθώσει, τροποποιεί την, τροποποιεί το
- логічно στα ελληνικά - λογικά, λογική, λογικό, λογικώς, λογικά να
Τυχαίες λέξεις
Неприхований στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φανερός, γυμνός, γυμνό, γυμνά, nude, γυμνούς
Μεταφράσεις: φανερός, γυμνός, γυμνό, γυμνά, nude, γυμνούς