Нехтувати στα ελληνικά

Μετάφραση: нехтувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμελώ, ανιχνευτής, αμέλεια, πρόσκοπος, παραλείπω, ανιχνεύω, παραμέληση, παραμέλησης, αμέλειας, εγκατάλειψης
Нехтувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • абзац στα ελληνικά - υπόδειξη, παράγραφος, ανεξαρτησία, παράγραφο, παραγράφου, σκέψη, εδάφιο
  • змусити στα ελληνικά - εξαναγκάζω, δύναμη, ισχύ, ισχύει, ισχύος, ισχύουν
  • зроблений στα ελληνικά - που, γίνεται, γίνονται, έκανε, γίνει
  • кадило στα ελληνικά - θυμίαμα, λιβάνι, θυμιάματος, λιβανιού, το θυμίαμα
Τυχαίες λέξεις
Нехтувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμελώ, ανιχνευτής, αμέλεια, πρόσκοπος, παραλείπω, ανιχνεύω, παραμέληση, παραμέλησης, αμέλειας, εγκατάλειψης