Αμελώ στα ουκρανικά
Μετάφραση: αμελώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нехтувати, зневага, нехтування, зневажати, скупитися, скупиться, скупитись
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμελώ
αμελώ αγγλικά, αμελώ συνωνυμα, αμελώ συνώνυμο, αμελώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αμελώ στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αμείβω στα ουκρανικά - непов'язаний, вилучений, віддалений, незв'язаний, винагороджувати, винагородити, нагороджувати, ...
- αμελητέος στα ουκρανικά - незначний, незначне, незначну, незначна
- αμερόληπτος στα ουκρανικά - безсторонній, неупереджений, об'єктивний, безпристрасний, неупереджена
- αμετάβλητος στα ουκρανικά - ув'язнення, без
Τυχαίες λέξεις
Αμελώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: нехтувати, зневага, нехтування, зневажати, скупитися, скупиться, скупитись
Μεταφράσεις: нехтувати, зневага, нехтування, зневажати, скупитися, скупиться, скупитись