Обговорювати στα ελληνικά
Μετάφραση: обговорювати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συζητώ, συζητήσει, συζητήσουν, συζητούν, να συζητήσουν, συζητήσουμε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- активна στα ελληνικά - ενεργός, ενεργό, δραστική, ενεργού, δραστικών
- баране στα ελληνικά - πρόβατο, πρόβατα, κριός, Ram, έμβολο, μνήμη RAM, κριάρι
- безтурботно στα ελληνικά - απρόσεκτα, απερίσκεπτα, απρόσεχτα, πλημμελή, ανέμελα
- висловіть στα ελληνικά - εκφράζω, εκφράζουν, εκφράσω, εκφράσει, εκφράσουν
Τυχαίες λέξεις
Обговорювати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συζητώ, συζητήσει, συζητήσουν, συζητούν, να συζητήσουν, συζητήσουμε
Μεταφράσεις: συζητώ, συζητήσει, συζητήσουν, συζητούν, να συζητήσουν, συζητήσουμε