Обмежений στα ελληνικά

Μετάφραση: обмежений, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιορισμός, φραγμός, περιστολή, περιορισμένος, στενόχωρος, στενός, ασήμαντος, πεπερασμένος, περιορισμένο, περιορισμένη, περιορισμένες, περιορισμένης
Обмежений στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • виробництва στα ελληνικά - παραγωγικός, παραγωγή, παραγωγής, την παραγωγή, της παραγωγής, η παραγωγή
  • відступ στα ελληνικά - ανεξαρτησία, περικόπτω, παρέκβαση, υποχώρηση, καταφύγιο, υποχώρησης, ησυχαστήριο, ...
  • гузка στα ελληνικά - αυλακώνω, εντομή, αυλάκι, γλουτός, οπίσθια, Κιλότο, Rump, ...
  • капітальний στα ελληνικά - κεφάλαιο, πρωτεύουσα, κεφαλαίου, κεφαλαίων, κεφάλαια
Τυχαίες λέξεις
Обмежений στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιορισμός, φραγμός, περιστολή, περιορισμένος, στενόχωρος, στενός, ασήμαντος, πεπερασμένος, περιορισμένο, περιορισμένη, περιορισμένες, περιορισμένης