Στενόχωρος στα ουκρανικά
Μετάφραση: στενόχωρος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обмежений, стиснутий, нерозбірливий, незручний, незручне, незграбний, незручна
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στενόχωρος
στενόχωρος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, στενόχωρος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- στενάζω στα ουκρανικά - стогін
- στενός στα ουκρανικά - щільний, звузьтеся, докладний, залякування, тісно, тугий, міцний, ...
- στερέωση στα ουκρανικά - запирання, скріплювання, обробка, замикання, фіксація
- στερεοτυπία στα ουκρανικά - стереотип
Τυχαίες λέξεις
Στενόχωρος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: обмежений, стиснутий, нерозбірливий, незручний, незручне, незграбний, незручна
Μεταφράσεις: обмежений, стиснутий, нерозбірливий, незручний, незручне, незграбний, незручна