Στενός στα ουκρανικά

Μετάφραση: στενός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
щільний, звузьтеся, докладний, залякування, тісно, тугий, міцний, інтимність, вузький, тісний, обмежений, близько, близьке, наближеним
Στενός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στενός

στενός δακτύλιος, στενός γυναικείος κόλπος, στενός και ευρύτερος δημόσιος τομέας, στενός συνώνυμα, στενόσ δημόσιοσ τομέασ, στενός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, στενός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • στενά στα ουκρανικά - перетинати, минути, обганяти, перепустка, тісно, міцно
  • στενάζω στα ουκρανικά - стогін
  • στενόχωρος στα ουκρανικά - обмежений, стиснутий, нерозбірливий, незручний, незручне, незграбний, незручна
  • στερέωση στα ουκρανικά - запирання, скріплювання, обробка, замикання, фіксація
Τυχαίες λέξεις
Στενός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: щільний, звузьтеся, докладний, залякування, тісно, тугий, міцний, інтимність, вузький, тісний, обмежений, близько, близьке, наближеним