Обпікатися στα ελληνικά

Μετάφραση: обпікатися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζεματίζω, έγκαυμα, ζεμάτισμα, ζεματιστού, απο εγκαύματα, έγκαυμα της
Обпікатися στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вантажники στα ελληνικά - φόρτωση, φορτωτές, φορτωτών, Ελαστικοφόροι, ελαστικοφόροι φορτωτές, των φορτωτών
  • жарознижуючий στα ελληνικά - αντιπυρετικός, αντιπυρετική, αντιπυρετικό, αντιπυρετικές, αντιπυρετικά
  • заїкуватість στα ελληνικά - δισταγμός, διστακτικότητα, τραυλίζω, ψελλίζω, τραύλισμα, τραυλισμού, stuttering, ...
  • ляскання στα ελληνικά - κροτώ, χειροκροτώ, χειροκρότημα, clap, χειροκροτήσουν, να χειροκροτήσουν, χειροκροτήματος
Τυχαίες λέξεις
Обпікатися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζεματίζω, έγκαυμα, ζεμάτισμα, ζεματιστού, απο εγκαύματα, έγκαυμα της