Обшир στα ελληνικά

Μετάφραση: обшир, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύρος, πλάτος, επέκταση, παράταση, επέκτασης, παράτασης, προέκταση
Обшир στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аскетизм στα ελληνικά - ασκητισμός, ασκητισμού, ασκητισμό, τον ασκητισμό, ο ασκητισμός
  • здоровенний στα ελληνικά - βαρύς, βαριά, βαρύ, βαριές, υπέρογκο
  • зітхніть στα ελληνικά - αναστεναγμός, αναστενάζω, στεναγμός, αναστεναγμό, στεναγμό, ανάσα
  • листоноша στα ελληνικά - κάρτα, ταχυδρόμος, mailman, ταχυδρόμο, το mailman, στο mailman
Τυχαίες λέξεις
Обшир στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύρος, πλάτος, επέκταση, παράταση, επέκτασης, παράτασης, προέκταση