Обґрунтовувати στα ελληνικά
Μετάφραση: обґрунтовувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυρώνω, στο, σε, για, να, με
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- атласний στα ελληνικά - σατέν, σατινέ, satin, ατλάζι
- бродячий στα ελληνικά - βαθμός, πλανόδιος, βαθμίδα, πλάνης, κατατάσσω, βαθμολογώ, αλήτης, ...
- всезагальний στα ελληνικά - καθολική, καθολικής, καθολικό, την καθολική, της καθολικής
- зоб στα ελληνικά - κουρεύω, σοδειά, βρογχοκήλη, λαγκάδι, φαράγγι, βρογχοκήλης, goiter, ...
Τυχαίες λέξεις
Обґрунтовувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυρώνω, στο, σε, για, να, με
Μεταφράσεις: κυρώνω, στο, σε, για, να, με