Оглядач στα ελληνικά
Μετάφραση: оглядач, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρατηρητής, αρθρογράφος, αρθρογράφο, αρθρογράφου, ο αρθρογράφος, τον αρθρογράφο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бере στα ελληνικά - μπερές, λαμβάνει, παίρνει, χρειάζεται, διαρκεί, παίρνει τη
- двояко στα ελληνικά - διπλός, διττός, διττό, διπλή, διττή
- заглушіть στα ελληνικά - Stop, Σταματήστε, Σταματήστε να, στάση, Διακόψτε
- мариться στα ελληνικά - marytsya
Τυχαίες λέξεις
Оглядач στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρατηρητής, αρθρογράφος, αρθρογράφο, αρθρογράφου, ο αρθρογράφος, τον αρθρογράφο
Μεταφράσεις: παρατηρητής, αρθρογράφος, αρθρογράφο, αρθρογράφου, ο αρθρογράφος, τον αρθρογράφο