Одбивати στα ελληνικά

Μετάφραση: одбивати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δέρνω, ηχώ, νικώ, χτυπώ, odbyvaty
Одбивати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • блок στα ελληνικά - φραγμός, στηρίγματα, συνασπισμός, ομάδα, μπλοκ, συνασπισμού, μπλοκ των
  • двобій στα ελληνικά - μονομαχία, μονομαχίας, η μονομαχία, μονομαχία με
  • затискувати στα ελληνικά - σφίγγω, συσφίγγω, συνδετήρας, κλιπ, clip, συνδετήρα, σφιγκτήρα
  • колісник στα ελληνικά - τροχοποιός, Wheelwright
Τυχαίες λέξεις
Одбивати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δέρνω, ηχώ, νικώ, χτυπώ, odbyvaty