Δέρνω στα ουκρανικά

Μετάφραση: δέρνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
одбивати, відбивати, перемагати, тіпати, пороти, шмагати, пороть, сікти
Δέρνω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δέρνω

δέρνω τη γυναίκα μου, δέρνω συνώνυμα, δέρνω το παιδί μου, δέρνω τα παιδιά μου, όνειρο δέρνω, δέρνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δέρνω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • δέος στα ουκρανικά - пошана, благоговіння, страх
  • δέρμα στα ουκρανικά - шкура, шкіра, кірка, кожа
  • δέσιμο στα ουκρανικά - зв'язування, оправа, шліфовка, окраса, удягання, обкладинка, з'єднання, ...
  • δέσμευση στα ουκρανικά - передання, здійснення, передача, вручення, зобов'язання, зобов`язання
Τυχαίες λέξεις
Δέρνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: одбивати, відбивати, перемагати, тіпати, пороти, шмагати, пороть, сікти