Одиниця στα ελληνικά
Μετάφραση: одиниця, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μονάδα, μονάδας, συσκευή, μονάδος, ενότητα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вий στα ελληνικά - σμού
- депорт στα ελληνικά - απελαύνω, εκτοπίζω, backwardation
- дзеркальний στα ελληνικά - κατοπτρικός, κατοπτρικής, κατοπτρική, κατοπτρικού, κατοπτρικό
- какофонія στα ελληνικά - κακοφωνία, κακοφωνίας, την κακοφωνία, παραφωνία, η κακοφωνία
Τυχαίες λέξεις
Одиниця στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μονάδα, μονάδας, συσκευή, μονάδος, ενότητα
Μεταφράσεις: μονάδα, μονάδας, συσκευή, μονάδος, ενότητα