Одноманітний στα ελληνικά
Μετάφραση: одноманітний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στολή, ομοιόμορφος, ενιαίος, ομοιόμορφη, ομοιόμορφο, ενιαίων, ομοιόμορφης
Μεταφράσεις
- будову στα ελληνικά - κατασκευή, κρατίδιο, ανέγερση, κράτος, σχηματισμός, δομή, κτήριο, ...
- відбірка στα ελληνικά - χωνεύω, Προκριματικά, Qualifiers, προκριματικοί, Εξειδικευτές, Τα προκριματικά
- ентузіаст στα ελληνικά - θιασώτης, ενθουσιώδης, ενθουσιώδη, λάτρης, θιασώτη
- звуковою στα ελληνικά - ακουστικός, ηχητικός, ήχος, υγιής, χρηστή, ακούγεται, τη χρηστή
Τυχαίες λέξεις
Одноманітний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στολή, ομοιόμορφος, ενιαίος, ομοιόμορφη, ομοιόμορφο, ενιαίων, ομοιόμορφης
Μεταφράσεις: στολή, ομοιόμορφος, ενιαίος, ομοιόμορφη, ομοιόμορφο, ενιαίων, ομοιόμορφης