Одні στα ελληνικά

Μετάφραση: одні, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μερικός, μερικοί, μοναχός, μόνος, λίγοι, περίπου, μερικά, κάποια, ορισμένα
Одні στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • акцептний στα ελληνικά - αποδοχή, αποδοχής, την αποδοχή, η αποδοχή, της αποδοχής
  • дослівно στα ελληνικά - λογοτεχνικός, κυριολεκτικά, κυριολεξία, στην κυριολεξία, γράμμα, κατά γράμμα
  • зібрати στα ελληνικά - συλλέγω, συσσωμάτωμα, Συλλέξτε, Μάζεψε, συλλέγουν, Collect, συλλέγει
  • краплин στα ελληνικά - σταλάζω, στάζω, σταγόνες, σταγόνων, πτώσεις
Τυχαίες λέξεις
Одні στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μερικός, μερικοί, μοναχός, μόνος, λίγοι, περίπου, μερικά, κάποια, ορισμένα