Орда στα ελληνικά
Μετάφραση: орда, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορδή, πλήθος, Horde, ορδής, ορδές, στίφος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бляшанка στα ελληνικά - κασσίτερος, κασσιτέρου, κασσίτερο, κασσίτερου, του κασσιτέρου
- впоперек στα ελληνικά - απέναντι, σε όλη, σε ολόκληρη, σε όλη την, σε όλον
- запроваджувати στα ελληνικά - ένεση, εισάγουν, εισαγάγει, εισαγάγουν, εισάγει, θεσπίσουν
- какаду στα ελληνικά - είδος ψιττακού, cockatoo, cockatoo του
Τυχαίες λέξεις
Орда στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορδή, πλήθος, Horde, ορδής, ορδές, στίφος
Μεταφράσεις: ορδή, πλήθος, Horde, ορδής, ορδές, στίφος