Отак στα ελληνικά

Μετάφραση: отак, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμπαθητικός, έτσι, εκ τούτου, κατά συνέπεια, ως εκ τούτου, τον τρόπο αυτό
Отак στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • викрадати στα ελληνικά - απάγω, απαγωγέας, κλοπή, κλέβω, κλέψει, κλέψουν, κλέβουν
  • дертися στα ελληνικά - διαταράσσω, σκαρφαλώνω, αναρρίχηση, ανόδου, ανάβαση, άνοδο, ανόδου που
  • людина-машина στα ελληνικά - ανθρώπου-μηχανής, ανθρώπου μηχανής
  • медикамент στα ελληνικά - ναρκωτικό, φάρμακο, φαρμάκου, ναρκωτικών, φαρμάκων, ναρκωτικά
Τυχαίες λέξεις
Отак στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμπαθητικός, έτσι, εκ τούτου, κατά συνέπεια, ως εκ τούτου, τον τρόπο αυτό