Отруєння στα ελληνικά
Μετάφραση: отруєння, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δαγκώνω, δηλητηριώδης, τσίμπημα, δάγκωμα, δηλητηρίαση, δηλητηρίασης, δηλητηριάσεις, δηλητηρίαση από, δηλητηρίασης από
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- десяті στα ελληνικά - δέκατα, δεκάδες, δεκάτων, δέκατα για, δεκάδων
- дині στα ελληνικά - λιώνω, πεπόνια, τα πεπόνια, πεπονιών, πεπονοειδή
- експедиційний στα ελληνικά - εκστρατευτικό, εκστρατευτική, εκστρατευτικού, εκστρατευτικών, εκστρατευτικές
- залізничник στα ελληνικά - railroader
Τυχαίες λέξεις
Отруєння στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δαγκώνω, δηλητηριώδης, τσίμπημα, δάγκωμα, δηλητηρίαση, δηλητηρίασης, δηλητηριάσεις, δηλητηρίαση από, δηλητηρίασης από
Μεταφράσεις: δαγκώνω, δηλητηριώδης, τσίμπημα, δάγκωμα, δηλητηρίαση, δηλητηρίασης, δηλητηριάσεις, δηλητηρίαση από, δηλητηρίασης από