Паз στα ελληνικά
Μετάφραση: паз, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σχισμή, αυλακώνω, διοχετεύω, στεγαστικός, στέγαση, αυλάκι, ρείθρο, εντομή, κανάλι, ράβδωση, αύλακα, αυλάκωση, εγκοπή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бабуся στα ελληνικά - βαβά, γιαγιά, τη γιαγιά, η γιαγιά, γιαγιάς, της γιαγιάς
- гасіння στα ελληνικά - αφανισμός, εξαφάνιση, απόσβεση, σβήσιμο, σβέσης, σβέση, βαφής
- глухій στα ελληνικά - ορμητικός, ακάθεκτος, απερίσκεπτος, κουφός, κωφός, κωφών, κωφούς, ...
- мансарда στα ελληνικά - μέγαρο, σοφίτα, πατάρι, σοφίτας, αττικό, στη σοφίτα
Τυχαίες λέξεις
Паз στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σχισμή, αυλακώνω, διοχετεύω, στεγαστικός, στέγαση, αυλάκι, ρείθρο, εντομή, κανάλι, ράβδωση, αύλακα, αυλάκωση, εγκοπή
Μεταφράσεις: σχισμή, αυλακώνω, διοχετεύω, στεγαστικός, στέγαση, αυλάκι, ρείθρο, εντομή, κανάλι, ράβδωση, αύλακα, αυλάκωση, εγκοπή