Στεγαστικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: στεγαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ніша, паз, вкриття, гніздо, захисток, футляр, корпус
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στεγαστικός
στεγαστικόσ διαχωρισμόσ, στεγαστικός οργανισμός δημοσίων υπαλλήλων, στεγαστικός συνεταιρισμός, στεγαστικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, στεγαστικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- στείρος στα ουκρανικά - безплідний, виведений, неплідний, глузування, марний, неродючий, безрезультатний, ...
- στεγάζω στα ουκρανικά - вміщення, пристосувати, постачати, узгоджувати, stegazo
- στεγνός στα ουκρανικά - сушитися, сухість, сухий, сушити, сухої, сухою, сухій, ...
- στενά στα ουκρανικά - перетинати, минути, обганяти, перепустка, тісно, міцно
Τυχαίες λέξεις
Στεγαστικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: ніша, паз, вкриття, гніздо, захисток, футляр, корпус
Μεταφράσεις: ніша, паз, вкриття, гніздо, захисток, футляр, корпус